ἐπήρκει

ἐπήρκει
ἐπαίρω
lift up and set on
plup ind act 3rd sg (attic epic)
ἐπαρκέω
to be strong enough for
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαρκώ — (AM ἐπαρκῶ, έω) [αρκώ] είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω («τα τρόφιμα δεν επαρκούν») αρχ. 1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτι («οὐδέ τι οἱ τὸ γ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”